- πολυναύτης
- και δωρ. τ. πολυναύτας, ὁ, Ααυτός που έχει πολλούς ναύτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ναύτης (πρβλ. χιλιο-ναύτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυναύτης — with many sailors masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυναύτας — πολυναύτᾱς , πολυναύτης with many sailors masc acc pl πολυναύτᾱς , πολυναύτης with many sailors masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)